top of page

 

Ο Κέβιν Όβεντεν (γεν. 1968) είναι βρετανός ακτιβιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Παρακολουθεί τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια.

 

Υπήρξε για πολλά χρόνια ηγετικό μέλος του βρετανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος.

Συμμετείχε στο διεθνές κίνημα Free Gaza και συγκαταλεγόταν στους επιβάτες του πλοίου Mavi Marmara, που το 2010 επιχείρησε να σπάσει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας.

 

Έχει γράψει βιβλία για τον Μάλκολμ Χ και για το Νέο Εργατικό Κόμμα, και έχει συνεργαστεί με την εφημερίδα Guardian και με το αριστερό αμερικανικό περιοδικό Jacobin.

 

 

Ο Κέβιν Όβεντεν παρουσιάζει το βιβλίο του μπροστά στην Βουλή των Ελλήνων.

 

 

«Το κλίμα στην Ευρώπη θυμίζει λίγο τις μέρες μετά τον Μάη του ’68».

Ο πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, πρόεδρος σήμερα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εξέφραζε στις 16 Ιουλίου του 2015 τις ανησυχίες του στους Financial Times για την «πολιτική επιδημία» που εξαπλωνόταν από την Ελλάδα στην ηπειρωτική Ευρώπη και θύμιζε κάπως τα αριστερά ριζοσπαστικά κινήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. «Διαισθάνομαι, αν όχι μια επαναστατική διάθεση, κάτι σαν μεγάλη ανυπομονησία», συνέχιζε. «Και όταν η ανυπομονησία μετατρέπεται από ατομικό αίσθημα σε κοινωνικό, οδηγεί πολλές φορές σε επαναστάσεις».

Το πιο εντυπωσιακό στην προειδοποίηση του Τουσκ ότι «ένα φάσμα στοιχειώνει την Ευρώπη»[i] ήταν η στιγμή που επέλεξε να την κάνει. Ο κεντροδεξιός πολιτικός δεν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την «επικίνδυνη ιδέα ότι υπάρχει εναλλακτική» στην επίσημη γραμμή της Ευρώπης της λιτότητας τον Ιανουάριο του 2015, όταν εξελέγη η πρώτη ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – δηλαδή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Αντίθετα, εξέφρασε τους φόβους του την εβδομάδα που η συγκεκριμένη κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας και να το περάσει από την ελληνική Βουλή. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε δώσει στις επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αυτό που ήθελαν. Προς τι λοιπόν η παρέμβαση του Τουσκ, που ακουγόταν σαν τον Λαοκόοντα όταν προειδοποιούσε την Τροία με την περίφημη ρήση «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»;

Μέρος της απάντησης δόθηκε από τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, που στη διάρκεια του περασμένου εξαμήνου είχε κάνει σχεδόν τα πάντα για να υπονομεύσει και να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνη την εβδομάδα, στο ίντερνετ «σάρωνε» ένα δικό της βίντεο από την καταθλιπτική ανατολικογερμανική πόλη του Ροστόκ, που την έδειχνε να κάνει ένα 14χρονο κορίτσι από την Παλαιστίνη, τη Ριμ, να ξεσπά σε κλάματα. Η Ριμ ήταν μία από τους μετανάστες που σύντομα θα απελαύνονταν. Πρέπει να καταλάβεις πως είμαστε αναγκασμένοι να αρνηθούμε την είσοδο στη χώρα σε χιλιάδες ανθρώπους, της εξηγούσε η άτεγκτη καγκελάριος, μνημονεύοντας τους δεκάδες χιλιάδες που διέμεναν στη μαύρη τρύπα των προσφυγικών καταυλισμών στον Λίβανο.[ii]

Η δημόσια κατακραυγή για την αναλγησία της Μέρκελ ήταν τόσο έντονη, ώστε η γερμανική κυβέρνηση ένιωσε υποχρεωμένη να υποχωρήσει και να επιτρέψει στη Ριμ να παραμείνει στη χώρα. Αλλά η ζημιά στην ιδεολογία της φιλελεύθερης, δημοκρατικής και προοδευτικής «επίσημης Ευρώπης» είχε γίνει ήδη. Σκεφτόμουν εκείνες τις μέρες πως ένα παιδί μεταναστών που κλαίει και μια αδαής ηγέτιδα είναι η εικόνα που κανονικά θα ’πρεπε να χαραχτεί στον πολιτικό τάφο της Μέρκελ. Ο «τεχνητός πνιγμός» και η «σταύρωση»[iii] της Ελλάδας και της κυβέρνησής της είχαν ρίξει το προσωπείο της πολιτισμένης Ευρώπης, αποκαλύπτοντας το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας των τραπεζών και των ελίτ. Μιλώντας στο κοινοβούλιο υπέρ μιας συμφωνίας που αναγνώριζε πως ήταν άθλια, ο έλληνας πρωθυπουργός έκανε ιδιαίτερη μνεία στις ρωγμές που εμφανίζονταν στο εσωτερικό των θεσμών της τρόικας, παρά την επιβολή των δικών τους όρων στην Αθήνα.

Παρότι το βιβλίο αυτό επιχειρηματολογεί υπέρ μιας άλλης οδού από εκείνη που διάλεξε ο Τσίπρας τον Ιούλιο, σ’ αυτό είχε δίκιο. Δεν ήταν μια πύρρειος νίκη. Όμως ο εξευτελισμός της ελληνικής κυβέρνησης κόστισε πολύ στους ηγέτες της ευρωζώνης και της ΕΕ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην Ελλάδα, όπου ο διαχωρισμός ουσιαστικά σε δύο στρατόπεδα –οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα εναντίον των πλούσιων ελίτ– ήταν πιο έντονος τον Ιούλιο παρά έξι μήνες νωρίτερα, όταν είχε εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική πόλωση ήταν επίσης μεγαλύτερη, με τα κόμματα της αριστεράς να επισκιάζουν ακόμα εκείνα της δεξιάς και της παλιάς τάξης πραγμάτων. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, παρά τον καταιγισμό των θεμάτων για τους «τεμπέληδες Έλληνες» στα μίντια, η συμπαράσταση και η κατανόηση για τις οδυνηρές συνέπειες της χειρότερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930 μεγάλωναν, ξεπερνώντας τα όρια του αριστερού χώρου, που τον Ιανουάριο είχε υποδεχτεί με ενθουσιασμό τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών. Ένα παράδειγμα μόνο: Στα τέλη Ιουνίου του 2015, ένας νεαρός Άγγλος ξεκίνησε μια διαδικτυακή καμπάνια για να συγκεντρωθούν 1,6 δισ. ευρώ για να καλυφθεί το χρέος της Ελλάδας προς το ΔΝΤ εκείνο τον μήνα. Μέσα σε λίγες μέρες, 100.000 άνθρωποι είχαν καταβάλει κατά μέσο όρο 18 ευρώ ο καθένας.[iv]

Αυτή η ευρείας κλίμακας αλληλεγγύη φανέρωνε σημάδια αλλαγής των όρων της συζήτησης για την Ευρώπη και τη λιτότητα ακόμη και στη Βρετανία, όπου η κριτική στην ΕΕ συμπίπτει τις περισσότερες φορές με την υιοθέτηση μιας ξενοφοβικής δεξιάς γραμμής. Μια οργανωμένη έκφραση αυτής της αλλαγής ήταν το πλήθος των διαδηλώσεων και πολλών άλλων εκδηλώσεων στις αρχές του καλοκαιριού, υπέρ της αντίστασης της Ελλάδας απέναντι σε κάτι που έμοιαζε, αν όχι με πραξικόπημα κατά της ελληνικής κυβέρνησης, τουλάχιστον με μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η λαϊκή επιλογή που εκφράστηκε δημοκρατικά στις κάλπες.[v]

Όταν ολοκληρωνόταν αυτό το βιβλίο –έξι μήνες ακριβώς μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία–, η ελπίδα με την οποία είχε χαιρετιστεί η εκλογή του δεν είχε χαθεί. Είχαν μεν προηγηθεί ορισμένες πικρές εμπειρίες, αλλά όταν η τρόικα έσφιγγε τον κλοιό το καλοκαίρι του 2015 ζητώντας περαιτέρω υποχωρήσεις, οι λαϊκές και πολιτικές δυνάμεις που είχαν πετύχει την εντυπωσιακή εκλογική νίκη της αριστεράς κάθε άλλο παρά εξουθενωμένες ήταν.

Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία αυτών των έξι μηνών, καθώς και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επιχειρεί ακόμη να αποτυπώσει τον στρατηγικό διάλογο για το μέλλον του προοδευτισμού και της αριστεράς όπως διαμορφώνεται από την εμπειρία. Το τμήμα της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας που προσπαθεί να αναδείξει είναι αυτό που αποκαλώ «πραγματικά ριζοσπαστική» πολιτική. Μια ριζοσπαστική πολιτική όχι στη βάση των αρχών και των πολιτικών του κόμματος που την εξέφρασε, αλλά που γεννήθηκε και μπήκε στο επίκεντρο της πολιτικής αλλαγής από τους συλλογικούς αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα που ταρακούνησαν την Ελλάδα τα εφτά τελευταία χρόνια. Τα ρεύματα που σχηματίστηκαν κατ’ αυτό τον τρόπο είναι στην ουσία δύο. Το πρώτο θα μπορούσε να ονομαστεί και αντιπολιτικός (πάντως σίγουρα αντικομματικός) «κινηματισμός», με βασική αρχή του ότι οι κοινωνικοί αγώνες και διεκδικήσεις πρέπει να αποφεύγουν την ένταξή τους στη σφαίρα της πολιτικής (και ειδικά στους θεσμούς των εκλογών και των κομμάτων), διαφορετικά «μολύνονται» και μετατρέπονται σε όργανα των πολιτικών και των συμφερόντων. Κάτι σαν τη συμβουλή προς τα underground συγκροτήματα να μην υπογράψουν συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, γιατί η μουσική τους θα χάσει αναπόφευκτα το νεύρο και την ουσία της. Ο δεύτερος πόλος θεωρεί ότι τα ευρείας απήχησης κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν να επιφέρουν την αλλαγή μέσω των αγώνων τους και ότι χρειάζονται ένα κόμμα που θα εκφράσει τις ιδέες τους και θα τα εκπροσωπήσει. Σ’ αυτή την περίπτωση, η λαϊκή κινητοποίηση μετατρέπεται σε υποστήριξη ενός κόμματος εξουσίας, που αποτελεί και τον κεντρικό φορέα της αλλαγής.

Πρόκειται για μάλλον απλουστευτικές περιγραφές, σ’ έναν σύνθετο ιστό συζητήσεων για τη στρατηγική των κινημάτων και των αριστερών κομμάτων που μετρά πάνω από έναν αιώνα ζωής. Κάποιοι αναγνώστες ίσως αναγνωρίσουν την επιρροή του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή τους διεθνείς του επιγόνους. Ίσως αναρωτηθούν γιατί αυτός ο πρώιμος διάλογος δεν τυγχάνει ευρείας αναφοράς και ανάλυσης. Δεν είναι ότι πιστεύω πως αυτές οι συζητήσεις του περασμένου αιώνα είναι αναχρονιστικές ή περιττές. Το αντίθετο. Υπερισχύει απλώς ως γεγονός ότι 100.000 άτομα ήταν έτοιμα να δώσουν 18 ευρώ το καθένα για να τερματιστεί η κοινωνική καταστροφή που συντελείται στην Ελλάδα. Όσο γραφόταν αυτό το βιβλίο, 250.000 άνθρωποι έκαναν πορεία στο Λονδίνο κατά της κυβέρνησης λιτότητας του Ντέιβιντ Κάμερον. Γύρω στους 80.000 διαδήλωναν στο Δουβλίνο κατά των άδικων χρεώσεων στους λογαριασμούς του νερού. Η ελληνική σημαία ήταν παρούσα από την αρχή ως το τέλος της διαδήλωσης, αφού τα θύματα της λιτότητας στην Ιρλανδία ένιωθαν να ταυτίζονται με τους μακρινότερους ευρωπαίους εταίρους τους.

Προσπάθησα λοιπόν να αποφύγω την τεχνική ορολογία και τις ιστορικές αναφορές στον πλούσιο διάλογο του παρελθόντος και αντ’ αυτού να τον ενσωματώσω στα διδάγματα της ελληνικής εμπειρίας, με εύληπτο –ελπίζω– τρόπο. Αυτό με οδήγησε στην αναδίφηση της ταραχώδους ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στους περισσότερους ξένους, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων αριστερών ακτιβιστών.

Η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο δόθηκε από τον πολύ καλό μου φίλο Μαξ Πέριμαν. Εκείνος είχε την ιδέα να έρθω τον Ιανουάριο στην Αθήνα και να καλύψω δημοσιογραφικά την προεκλογική εκστρατεία που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η ενθάρρυνση και ο ενθουσιασμός του Μαξ και δύο ακόμη φίλων από το Philosophy Football, του Χιου Τίσντεϊλ και του Τζάκι Ριτς, με έκαναν να μείνω στην Ελλάδα και για τους επόμενους μήνες, στη διάρκεια των οποίων έγραψα αυτό το βιβλίο. Είμαι βαθιά ευγνώμων και στους τρεις τους. Το πλήρες νόημα του μοντέλου της προοδευτικής κουλτούρας και της πολιτικής αλληλεγγύης που έχουν αναπτύξει είναι κάτι με το οποίο σκοπεύω να ασχοληθώ διεξοδικότερα στο άμεσο μέλλον.

Ο Ντέιβιντ Καστλ, ο εκδότης μου, αποτέλεσε μόνιμη πηγή πολύτιμων συμβουλών, ενθάρρυνσης και, πάνω απ’ όλα, υπομονετικής υποστήριξης. Χωρίς αυτόν το βιβλίο πολύ απλά δεν θα είχε γραφτεί, χαμένο στη λαβυρινθώδη διαδρομή που φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει. Η Σόφι Ρίτσμοντ επιμελήθηκε επιδέξια το κείμενο και με βοήθησε με τις ουσιαστικές παρατηρήσεις της. Η Μέλανι Πάτρικ επιμελήθηκε τον σχεδιασμό του εξωφύλλου, για το οποίο είμαι πολύ υπερήφανος. Ο Ρόμπερτ Γουέμπ οργάνωσε την παραγωγή εν μέσω ενός πολύ σφιχτού προγράμματος. Και η Έμιλι Όρφορντ πίστεψε απ’ την αρχή στο βιβλίο, προωθώντας το με τη φοβερή της ενέργεια. Τους ευχαριστώ όλους, όπως και τους πάντες στις εκδόσεις Pluto Press.

Πρωτοήρθα στην Ελλάδα σε μια σχολική εκδρομή το 1983 και από τότε παρακολουθώ την ελληνική πολιτική σκηνή, τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς, ο φιλόλογος που μου πρόσφερε τη δυνατότητα να κάνω εκείνο το πρώτο ταξίδι, ο Τζέραλντ Εφραίμ Νεκτάριος Τόμπσον,[vi] πέθανε πριν εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Για δέκα χρόνια κάλυψα ως δημοσιογράφος τα γεγονότα στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Από τους πολλούς φίλους μου στην Ελλάδα έχω μάθει κι έχω εμπεδώσει οτιδήποτε γνωρίζω για την πολιτική και την κοινωνική της πραγματικότητα. Κανείς δεν με έχει βοηθήσει περισσότερο σ’ αυτό τα τελευταία δέκα χρόνια από τον Θανάση Καμπαγιάννη.

Πολλά από τα σημαντικά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας που καταγράφονται σ’ αυτό το βιβλίο τα έχουμε δει και τα έχουμε ζήσει παρέα. Παρά την τεράστια ευθύνη και τις απαιτήσεις τού να είναι ένας από τους δικηγόρους του αντιφασιστικού κινήματος στην ιστορική δίκη της Χρυσής Αυγής, ο Θανάσης μού πρόσφερε τη συνεχή υποστήριξή του και τη βαθιά πολιτική του γνώση, χωρίς τις οποίες δεν θα είχε γραφτεί σχεδόν τίποτα ουσιαστικό.

Δύο και πλέον χρόνια νωρίτερα, είχαμε πάρει μαζί μέρος στη διαδήλωση της 19ης Ιανουαρίου 2013, που παραμένει χαραγμένη στο μυαλό μου μέχρι σήμερα. Ήταν προγραμματισμένη από μήνες, για τη συσπείρωση του κινήματος ενάντια στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Δύο βράδια πριν από την πραγματοποίησή της, δύο τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου τον Πακιστανό Σαχζάντ Λουκμάν. Δούλευε στην Ελλάδα έξι χρόνια για να στέλνει χρήματα στους γονείς και στα αδέλφια του στην πατρίδα του. Παραστήκαμε στην επικήδεια τελετή που έγινε έξω από το δημαρχείο της Αθήνας, προτού οι πενθούντες ενσωματωθούν μαζικά στην οργισμένη αντιφασιστική διαδήλωση. Τότε δεν υπήρχε ούτε ένας νόμιμος λατρευτικός χώρος για τους μουσουλμάνους στην Αθήνα. Λίγο πιο δίπλα ήταν γραμμένο το περίφημο ρητό του αρχαίου φιλοσόφου Ισοκράτη: «Έλληνας είναι όποιος μετέχει της ελληνικής παιδείας». Ο Σαχζάντ πουλούσε ελληνικά τρόφιμα σε Έλληνες, σ’ έναν πάγκο ελληνικής λαϊκής αγοράς – εξ ορισμού λοιπόν ήταν κι εκείνος Έλληνας. Ο Θανάσης εκπροσώπησε με επιτυχία την οικογένειά του στη δίκη των δολοφόνων και περιόδευσε στην Ελλάδα με τους γονείς του Σαχζάντ, που στον αγώνα για τη δικαίωση του γιου τους έμοιαζαν με λιοντάρια στη μάχη.

Η διαδήλωση του Ιανουαρίου έφτασε μέχρι την πλατεία Συντάγματος, όπου ακολούθησε συναυλία. Η ριζοσπαστικοποίηση των νεαρών Ελλήνων καθρεφτιζόταν τα χρόνια της κρίσης στη μουσική. Λίγες εβδομάδες αργότερα ήμουν παρών και σε μια συναυλία του Παύλου Φύσσα, ενός πολύ ταλαντούχου και πρόσχαρου αντιρατσιστή ράπερ. Οχτώ μόλις μήνες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, μαχαιρώθηκε κι αυτός μέχρι θανάτου από τη Χρυσή Αυγή στο Κερατσίνι. Η αντιφασιστική έκρηξη που ακολούθησε ανάγκασε τις αρχές να ασκήσουν επιτέλους ποινική δίωξη κατά της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Η δίκη για τη δολοφονία του Παύλου βρίσκεται σε εξέλιξη.

Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το βιβλίο στη μνήμη των δύο νέων Ελλήνων – ο ένας πακιστανικής προέλευσης. Οι δολοφονίες τους στα χρόνια της κρίσης στέκουν σαν μια συνεχής προειδοποίηση: αν οι δυνάμεις της αριστεράς δεν καταφέρουν να βρουν τρόπο να βγάλουν την κοινωνία από τη λιτότητα, τον ρατσισμό και τον πόλεμο, στον λαβύρινθο παραμονεύουν πάντα πλάσματα τερατώδη σαν τον Μινώταυρο της μυθολογίας.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

bottom of page