top of page

Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες της αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς ήταν η αντίδραση των μόνιμων, μη εκλεγμένων υπηρεσιών του κράτους. Το ερώτημα πώς ένα ριζοσπαστικό κόμμα της αριστεράς έπρεπε να διαχειριστεί τα κέντρα εξουσίας που σε επίπεδο προσώπων και δομών συνδέονται ιστορικά με την επιχειρηματική και καπιταλιστική τάξη, τέθηκε σε δύο επίπεδα. […]

Όσο καίριας σημασίας κι αν παραμένει η ιστορική συζήτηση που επανέρχεται αρκετά συχνά στις τάξεις του σοσιαλιστικού κινήματος τον τελευταίο αιώνα, αποκτά συνήθως υπερβολικά αφηρημένο χαρακτήρα όταν περιορίζεται σ’ ένα πλαίσιο θεωρητικής γενικολογίας. Ο στόχος του βιβλίου δεν είναι αυτός, τη στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιμετωπίσει πολύ πιο άμεσα –και ευκολότερα κατανοητά– ζητήματα από τη «συζήτηση για το κράτος», όπως ονόμαζαν οι μαρξιστές θεωρητικοί τις στρατηγικές τους διαφωνίες τη δεκαετία του 1970. Η εκλογή μιας κυβέρνησης της αριστεράς έθετε, εκ μέρους των ευρύτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων στην Ελλάδα, το συγκεκριμένο ερώτημα του τι μπορούσε να γίνει με το σημερινό ελληνικό κράτος και τα επιμέρους, αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του. Κι ενώ το ερώτημα αυτό ίσως σχετιζόταν με το μεγάλο στρατηγικό ερώτημα του πώς επιτυγχάνεται ο σοσιαλισμός –και η γνώμη μου είναι πως πράγματι σχετίζεται–, το αμιγώς πρακτικό σκέλος του ήταν πώς θα έμπαινε ένα τέλος στη λιτότητα και πώς θα επιτυγχάνονταν οι απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα – στόχοι που προϋπέθεταν τη διαχείριση του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, τη χάραξη σταθερών πολιτικών και την επιλογή των κατάλληλων προσώπων στα υπουργεία για την εφαρμογή τους.

Τη δεκαετία του 1980, κάποιοι αριστεροί φίλοι μου αστειεύονταν με τους υπουργούς που διόρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου σ’ αυτά τα [κομβικά] υπουργεία, λέγοντας πως «το μόνο πράγμα που θα ελέγχει ο υπουργός θα είναι ο χώρος ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του». Εκτός αυτού, οι αριστεροί υπουργοί δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτε άλλο από την ανατροπή των προτεραιοτήτων τους, τη γραφειοκρατική συσκότιση, ακόμα και την ευθεία υπονόμευση. Με τις επιλογές προσώπων που έκανε σ’ αυτά τα υπουργεία, ωστόσο, ο Τσίπρας εξασφάλισε πως η αριστερά δεν θα είχε τον έλεγχο ούτε του πρες παπιέ πάνω στο γραφείο του υπουργού. Τα θεωρητικά και στρατηγικά θέματα των κλασικών σοσιαλιστικών συζητήσεων για το πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις προσπαθώντας να επιτύχεις την προοδευτική αλλαγή μέσω του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, δεν τέθηκαν ποτέ. Ο λόγος; Οι υπουργοί που επελέγησαν, με απλά λόγια, δεν ήταν αριστεροί. Στην πραγματικότητα, ήταν πρόσωπα του βαθέος κράτους και των παραφυάδων του στις πολιτικές των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Χωρίς να μπερδευτούν καθόλου από τη γραφειοκρατία, οι συγκεκριμένοι υπουργοί μπέρδεψαν οι ίδιοι τους στόχους της αριστεράς, τόσο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στη βάση του. Η μετέπειτα αποτυχία να αντιμετωπιστούν η ΕΕ και το σύνολο των θεσμών που συνδέονται με τα μεγάλα ευρωπαϊκά συμφέροντα ήταν προκαθορισμένη, και απέρρεε από μια προηγούμενη και πιο θεμελιώδη συνθηκολόγηση: με τα ελληνικά καπιταλιστικά συμφέροντα και τις κρατικές δομές που τα υπηρετούσαν εδώ και 40 χρόνια.

Θα ήταν εύκολο να πούμε πως η έλλειψη ριζοσπαστισμού στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει μια κυβέρνηση που εξοικονομούσε δυνάμεις για να δώσει τη μεγάλη μάχη με τους δανειστές και να προχωρήσει σε μια προοδευτική κοινωνική πολιτική. Το πρόβλημα όμως ήταν πως η απολύτως συμβατική εξωτερική πολιτική λειτούργησε εις βάρος των προοδευτικών πρωτοβουλιών σε άλλα πεδία. Πρώτον, η ισλαμοφοβία που εξέφραζε η γεωπολιτική στάση της Ελλάδας και του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, μέσω της αναπαραγωγής των δηλώσεων των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας στα δεξιόστροφα μέσα ενημέρωσης, ισχυροποίησε στο εσωτερικό της χώρας τις δυνάμεις της ρατσιστικής αντίδρασης με τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε ειλικρινά να συγκρουστεί. Η εθνικιστική ένταση με την Τουρκία είχε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Δεύτερον, ενίσχυσε την πίστη της παλιάς τάξης πραγμάτων και των δομών του βαθέος κράτους ότι μπορούσαν να υποτάξουν τη νέα κυβέρνηση στις επιθυμίες τους. Είχαν τις υπουργικές διασυνδέσεις γύρω από τις οποίες μπορούσαν να υψώσουν πολιτικά αναχώματα απέναντι στα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα του ΣΥΡΙΖΑ. Το τρίτο ήταν ότι, πολύ πιο διακριτικά σε σχέση με την παράταξη των τανκς στους δρόμους, ο υπουργικός άξονας Εξωτερικών-Άμυνας έδωσε ένα σημερινό παράδειγμα –απέναντι σε μια κυβέρνηση που είχε την προοπτική να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη αριστερή ριζοσπαστικοποίηση– για το πώς το βαθύ κράτος μπορούσε ακόμα να υπερβεί με άνεση το πλαίσιο που του παραχωρεί το Σύνταγμα και να αμβλύνει δραστικά αυτή την προοπτική, γεμίζοντας το οπλοστάσιο των δυνάμεων της εθνικιστικής δεξιάς.

Οι δημοσκοπήσεις στα μέσα Φεβρουαρίου [2015] έδειξαν ότι αν γίνονταν εκλογές την επόμενη Κυριακή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπαιρνε το 36% που είχε πάρει στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, αλλά γύρω στο 50%. Τα παλιά κόμματα διακυβέρνησης βρίσκονταν σε κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ενεργή υποστήριξη μιας μειοψηφίας που ήταν έτοιμη με δική της πρωτοβουλία να διοργανώσει μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας υπέρ της κυβέρνησης. Έχαιρε επίσης μεγάλης συμπάθειας ανάμεσα στις τάξεις του λιγότερο ενεργού μεν, αλλά πολύ μεγάλου μεσαίου χώρου. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ευνοϊκές συνθήκες για μια κυβέρνηση που ήταν αποφασισμένη να διαπραγματευτεί σοβαρά με την τρόικα ώστε να μπει ένα τέλος στην κοινωνικά καταστροφική λιτότητα.

Ήταν, λοιπόν, τεράστιο το σοκ που προκάλεσε η συμφωνία την οποία υπέγραψε η κυβέρνηση στις 20 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες. Υπήρχε τόσο καλή θέληση έναντι της αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς, ώστε πολλοί δίστασαν να ασκήσουν κριτική στη συμφωνία που επεξέτεινε τους περιορισμούς των μισητών μνημονίων λιτότητας για τέσσερις ακόμα μήνες. Ορισμένοι υποστήριξαν αρχικά ότι είχε «αγοράσει χρόνο» κατά τον οποίο, υποτίθεται, οι εξαιρετικά ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες του Φεβρουαρίου μπορεί με κάποιον τρόπο να βελτιώνονταν.

bottom of page